- φιλτρόποτον
- φιλτρό-ποτον, τό,A love-potion, Cael. Aur.TP1.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλτρόποτον — τὸ, Α μαγικό ποτό, φίλτρο που προκαλεί ερωτική διέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + ποτόν] … Dictionary of Greek
φιλτροπόσιμον — τὸ, Α φιλτρόποτον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + πόσιμον, ουδ. τού επιθ. πόσιμος] … Dictionary of Greek